- ἀγνοοῦμαι
- ἀγνοέωnot to perceivepres ind mp 1st sg (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγνοούμαι — αγνοούμαι, αγνοήθηκα, αγνοημένος βλ. πίν. 74 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κατεξουδενούμαι — κατεξουδενοῡμαι, όομαι (Μ) περιφρονούμαι τελείως, εξουδενώνομαι, αγνοούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἐξ ουδενοῦμαι «εκμηδενίζομαι»] … Dictionary of Greek